- μελίπνοος
- μελί-πνοος, ον, [var] contr. [suff] μελί-πνους, ουν,A honey-breathing,
λίβανος AP6.231
(Phil.): metaph.,μ. σῦριγξ Theoc.1.128
;αὐδά Limen.13
;Μοῦσα Tryph. 429
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λίβανος AP6.231
(Phil.): metaph.,μ. σῦριγξ Theoc.1.128
;αὐδά Limen.13
;Μοῦσα Tryph. 429
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μελίπνοος — μελίπνοος, οον και ους, ουν (Α) 1. αυτός που αναδίδει μυρωδιά μελιού 2. μτφ. γλυκόφωνος, καλλίφωνος («καὶ τάνδε φέρευ πακτοῑο μελίπνουν ἐκ κηρῶ σύριγγα καλάν», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + πνόος (< πνοή < πνέω), πρβλ. μεγαλό πνοος] … Dictionary of Greek
μελίπνοος — honey breathing masc/fem nom sg μελίπνους honey breathing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελίπνοον — μελίπνοος honey breathing masc/fem acc sg μελίπνοος honey breathing neut nom/voc/acc sg μελίπνους honey breathing masc/fem acc sg μελίπνους honey breathing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελιπνόους — μελίπνοος honey breathing masc/fem acc pl μελίπνους honey breathing masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλι — Ρευστή σακχαρώδης ουσία με ιδιαίτερο άρωμα. Προέρχεται από το νέκταρ των ανθέων, το οποίο απορροφούν οι μέλισσες και αποθηκεύουν στον πρόλοβό τους. Το νέκταρ είναι ένας γλυκός χυμός που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες των ανθέων και αποτελείται… … Dictionary of Greek